1. Το αρ.1 του ΠΔ 394/2001 (ΦΕΚ Α’ 274, «Χρόνος εργασίας προσωπικού Ελληνικής Αστυνομίας»), ορίζει, ανεξάρτητα από το βαθμό, τη θέση και την Υπηρεσία που υπηρετεί το Αστυνομικό Προσωπικό, ανώτατα, κατά κατηγορία εκτελούμενων καθηκόντων, όρια του χρόνου εργασίας εντός της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, ενώ προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής συστήματος εργασίας εναλλασσόμενων αλλαγών (βάρδιες).
2. Η παρ.4 του ΠΔ 394/2001 προβλέπει πως «αν η εκτελούμενη υπηρεσία επιβάλλεται να συνεχισθεί και μετά τη λήξη του καθορισμένου χρόνου εργασίας, είτε από τη φύση της, είτε από ειδικές συνθήκες, δεν διακόπτεται αυτή, αλλά συνεχίζεται για όσο χρόνο απαιτείται. Για την αντιμετώπιση εκτάκτων και απρόβλεπτων υπηρεσιακών αναγκών, ιδίως τάξης, ασφάλειας ή τροχαίας, δύναται να επιβάλλεται πρόσθετη εργασία, πέραν της οριζόμενης στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με διαταγή του διοικητή αξιωματικού και ύστερα από έγκριση της αμέσως προϊσταμένης του Υπηρεσίας, η οποία χορηγείται κατόπιν ελέγχου της βασιμότητας των προβαλλόμενων λόγων. Επίσης πρόσθετη εργασία δύναται να επιβληθεί όταν το αστυνομικό προσωπικό διατάσσεται σε επιφυλακή σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις. Σε κάθε περίπτωση ο επιπλέον χρόνος υπολογίζεται στη διάρκεια της εβδομαδιαίας απασχόλησης.»
3. Σύμφωνα με το αρ.2 παρ.3 ΠΔ 394/2001, «νυκτερινή υπηρεσία είναι κάθε υπηρεσία που εκτελείται μεταξύ της 22.00 νυκτερινής ώρας και της 06.00 πρωινής ώρας. Η νυκτερινή αλλαγή (βάρδια) θεωρείται εργασία της ημέρας λήξης αυτής.».
4. Το αρ.3 παρ.1 ΠΔ 394/2001 προβλέπει πως «το αστυνομικό προσωπικό το οποίο εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία σε αλλαγές 8ωρης ή 6ωρης βάσης δεν διατίθεται σε εκτέλεση νέας υπηρεσίας τις επόμενες δεκαέξι ή δώδεκα ώρες, αντίστοιχα, από τη λήξη αυτής, με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 1 του παρόντος διατάγματος», ενώ η παρ. 2 του ως άνω άρθρου ορίζει πως «η διάθεση του αστυνομικού προσωπικού σε υπηρεσία δύο αλλαγών στο ίδιο ημερολογιακό 24ωρο, δεν επιτρέπεται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ.4 του άρθρου 1 και της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος διατάγματος.»
5. Το ΠΔ 88/1999 («Προδιαγραφές οργάνωσης χρόνου εργασίας»), το οποίο ενσωμάτωσε στο εσωτερικό δίκαιο την Ευρωπαϊκή Οδηγία 93/104/ΕΚ, και το οποίο εφαρμόζεται και στο ένστολο προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας (αρ.1 παρ.3 εδ.β’ ΠΔ 88/1999) προβλέπει στο αρ.8 παρ.1 εδ. α’ πως «ο κανονικός χρόνος εργασίας των εργαζομένων τη νύχτα δεν πρέπει να υπερβαίνει κατά μέσο όρο τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο σε περίοδο μιας εβδομάδας», ενώ η παρ.2 του ως άνω ΠΔ προβλέπει πως «οι εργαζόμενοι τη νύχτα, όταν η εργασία την οποία εκτελούν ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση, δεν πρέπει να εργάζονται περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου στην οποία πραγματοποιούν νυχτερινή εργασία».
6. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, τόσο του εθνικού, όσο και του κοινοτικού δικαίου, προκύπτει πως η νυχτερινή εργασία του Αστυνομικού Προσωπικού, η οποία, ως εκ της φύσης της, ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους και σημαντική σωματική καταπόνηση και πνευματική ένταση, δεν πρέπει να ξεπερνά σε διάρκεια τις 8 ώρες ημερησίως. Εξάλλου, στην ερμηνεία αυτή συντείνει ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των καθηκόντων που καλείται να εκτελέσει το Αστυνομικό Προσωπικό κατά τη διάρκεια της νύχτας, με αντικείμενο κατά κανόνα την πρόληψη και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, τα οποία απαιτούν αυξημένη υπηρεσιακή ετοιμότητα, διαύγεια πνεύματος και καλή φυσική κατάσταση, προκειμένου οι Αστυνομικοί να είναι παραγωγικοί κατά την εκτέλεσή τους. Συνεπώς, το χρονικό όριο των 8 ωρών νυχτερινής εργασίας ανά εικοσιτετράωρο είναι εύλογο και σκοπεύει στην μεγαλύτερη δυνατή αποδοτικότητα και παραγωγικότητα του Αστυνομικού Προσωπικού και της Υπηρεσίας εν γένει.
Δεδομένης της πρόβλεψης του εδ. β’ της παρ.3 του αρ.2 ΠΔ 394/2001, η νυχτερινή αλλαγή (βάρδια) θεωρείται εργασία της ημέρας λήξης αυτής, ήτοι της ημέρας κατά την ώρα 06:00 πρωινή της οποίας λήγει η νυχτερινή υπηρεσία. Το νόημα της διάταξης, κατόπιν της γραμματικής ερμηνείας αυτής, είναι πως το σύνολο των ωρών νυχτερινής υπηρεσίας εκτελέσθηκε κατά την ημέρα λήξης του ωραρίου νυχτερινής εργασίας. Συνεπώς, αστυνομικός, η νυχτερινή βάρδια του οποίου έληξε την 06:00 πρωινή μιας δεδομένης ημέρας, θεωρείται πως εκτέλεσε κατά την ημέρα αυτή το σύνολο της οκτάωρης νυχτερινής εργασίας, που ο νόμος επιτρέπει ανά ημερολογιακό εικοσιτετράωρο.
Επομένως, δεν είναι νομικώς δυνατό να εκτελεστεί εντός του ίδιου ημερολογιακού εικοσιτετραώρου δεύτερη νυχτερινή αλλαγή (βάρδια), καθώς, κατά τα ανωτέρω, έχει εξαντληθεί η μέγιστη δυνατή διάρκεια νυχτερινής υπηρεσίας για τη δεδομένη ημέρα. Σε αυτό συντείνει, εξάλλου, και η απαγόρευση δεύτερης αλλαγής εντός του αυτού εικοσιτετραώρου, που προβλέπει η παρ.2 αρ.3 ΠΔ 394/2001. Η εξαίρεση που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη, με παραπομπή στην παρ.3 του αρ.2 ΠΔ 394/2001, είναι αντίθετη με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες στοχεύουν, αφενός στην εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας, αφετέρου, στην διασφάλιση της σωματικής και πνευματικής υγείας του Αστυνομικού Προσωπικού.
Ειδικότερα, το γεγονός ότι η νυχτερινή περίοδος εργασίας ορίζεται μεταξύ της 22:00 νυχτερινής ώρας και της 06:00 πρωινής ώρας, καθόλου δεν επηρεάζει την ανωτέρω έννοια του ημερολογιακού εικοσιτετραώρου, υπό την έννοια ότι εικοσιτετράωρο, εντός του οποίου μπορεί να παρασχεθεί η οκτάωρη νυχτερινή εργασία, θα μπορούσε να νοηθεί το διάστημα από 22:00 βραδινή μίας ημέρας έως 22:00 βραδινή της επόμενης. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από την συστηματική ερμηνεία του συνόλου των διατάξεων του ΠΔ 394/2001, για τον υπολογισμό του χρόνου εργασίας του Αστυνομικού Προσωπικού λαμβάνεται υπόψη το ημερολογιακό εικοσιτετράωρο, με την έννοια που έχει στην καθημερινή συναλλακτική και εργασιακή ζωή (με χρήση χρονικών προσδιορισμών όπως «ανά ημέρα», «επόμενη/προηγούμενη ημέρα» κ.α), χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Το γεγονός ότι η διάρκεια μίας εκ των προβλεπομένων αλλαγών (βαρδιών), σε περίπτωση εφαρμογής συστήματος εργασίας εναλλασσόμενων αλλαγών, ορίζεται ρητώς, δεν μπορεί να αποτελέσει κανόνα για την έννοια του εικοσιτετραώρου όσον αφορά στην νυχτερινή εργασία.
Εξάλλου, ανάλογη ερμηνεία θα ήταν αντίθετη με το προστατευτικό για τον εργαζόμενο πνεύμα της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, η οποία έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατ’ αρ.28 παρ.1 Σ, στο προοίμιό της οποίας επισημαίνεται πως σκοπός των διατάξεών της είναι η εξασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Συγκεκριμένα για την νυχτερινή εργασία, η ανωτέρω Οδηγία θεσπίζει ένα ελάχιστο προστατευτικό πλαίσιο, διευκρινίζοντας ότι «από σχετικές μελέτες έχει αποδειχθεί ότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι πιο ευαίσθητος κατά τη διάρκεια της νύχτας στις περιβαλλοντικές οχλήσεις και σε ορισμένες επαχθείς μορφές οργάνωσης της εργασίας, καθώς και ότι οι μακρές περίοδοι νυχτερινής εργασίας είναι επιζήμιες για την υγεία των εργαζομένων και μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλειά τους στην εργασία.». Στο ίδιο προστατευτικό πλαίσιο κινείται, εξάλλου, και το αρ.22 Σ., το οποίο θέτει στο Κράτος την υποχρέωση να μεριμνά για την υλική και ηθική εξύψωση των εργαζομένων. Είναι εύλογο ότι αστυνομικός, ο οποίος εκτέλεσε νυχτερινή βάρδια μια ορισμένη ημέρα, έχει υποστεί τις συνέπειες αυτές της νυχτερινής εργασίας, και συνεπώς, δεν έχει την σωματική και πνευματική ικανότητα που απαιτείται για να εκτελέσει εντός του αυτού εικοσιτετραώρου εκ νέου νυχτερινή βάρδια, χωρίς να μειωθεί η αποδοτικότητά του, ή χωρίς να εξαντλήσει τα όρια αντοχής του, θέτοντας ενδεχομένως την υγεία του σε κίνδυνο και σίγουρα την υπηρεσία του σε μειωμένη απόδοση .
Επομένως, εφόσον δεν υπαγορεύεται από κάποια έκτακτη υπηρεσιακή ανάγκη, ειδικές συνθήκες ή κατάσταση επιφυλακής (αρ.1 παρ.4 ΠΔ 394/2001), δεν είναι δυνατό να διαταχθεί αστυνομικός σε νυχτερινή υπηρεσία (νυχτερινή βάρδια) εντός του αυτού εικοσιτετραώρου με τη λήξη της προηγούμενης νυχτερινής βάρδιας του. Συνεπώς, στο ερώτημα που ετέθη υπόψη μας προσήκει αρνητική απάντηση. Αθήνα, 08.10.2009
Ο γνωμοδοτών δικηγόρος ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ Χαράλαμπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου